- ἁγνεία
- ἁγνείᾱ , ἁγνείαpurityfem nom/voc/acc dualἁγνείᾱ , ἁγνείαpurityfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁγνείᾳ — ἁγνείᾱͅ , ἁγνεία purity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνεία — αγνεία, η και αγνιά, η αγνότητα, παρθενιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγνεία — Η σωφροσύνη, η αγνότητα, η απόλυτη τήρηση των ηθικών αρχών, αλλά και η αποχή από κάθε σαρκική ή τροφική απόλαυση. * * * η (Α ἁγνεία) [ἀγνεύω] καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία μσν. αγαμία αρχ. 1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων 2. στον… … Dictionary of Greek
ἁγνείας — ἁγνείᾱς , ἁγνεία purity fem acc pl ἁγνείᾱς , ἁγνεία purity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείαι — ἁγνείᾱͅ , ἁγνεία purity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείαν — ἁγνείᾱν , ἁγνεία purity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνειῶν — ἁγνεία purity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνεῖαι — ἁγνεία purity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείαις — ἁγνεία purity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείη — ἁγνεία purity fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)